-
1 великий
επ., βρ: -лик, -а, -о и. –а, -о, πλθ. велики κ. велики, υπερθ. величайший.1. μέγας, μεγάλος•александр великий ο Μέγας Αλέξανδρος•
-ие люди οι μεγάλοι άνθρωποι•
ученый μεγάλος επιστήμονας.
2. πολύ μεγάλος, τρανός•великий праздник μεγάλη γιορτή•
у страха глаза -и οτο φόβο τα μάτια μεγαλώνουν, γουρλώνουν.
3. μεγαλύτερος του δέοντος•сапоги мне -и οι μπότες μου είναι μεγάλες.
εκφρ.от мала до -а – μικροί και μεγάλοι (όλοι)•- ое множество – μεγάλο πλήθος•к -ому – προς το μεγάλο•к -ому моему удивлению – προς μεγάλη μου κατάπληξη•великий пост – η Μεγάλη Σαρακοστή•- а важность – μεγάλη σπουδαιότητα.